σκινδαψός

σκινδαψός
σκινδαψός
Grammatical information: m.
Meaning: name of a musical instruments with four strings with thorn-like appendices (middl. com. a. o.), also des. for a senseless word (Artem., S.E. a.o.); name of an ivy-like plant (Clitarch.; cf. Dawkins JHSt. 56, 9 f.).
Other forms: Without anl. σ-: κινδαψός (Timo, H.).
Derivatives: σκινδαψιζόμενος (σφυγμός) `vibrating like a σ.' (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Ending like the semant. quite remote λυκ-αψός, χορδ-αψός (s. λύκος and χορδή); further unclear foreign word like κιθάρα, βάρβιτος and many other instrument-names. Hypothetic suppositions by Stephanides PhilWoch. 50, 1438 ff. -- The word seems Pre-Greek without clear indications.
Page in Frisk: 2,732-733

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σκινδαψός — a four stringed musical instrument masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκίνδαψος — ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων πολυετών αναρριχητικών ποωδών φυτών τών θερμών περιοχών κυρίως τής νοτιοανατολικής Ασίας, με 50 περίπου είδη, αλλ. πόθος …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψός — ὁ, ΜΑ και, κατά τον Ησύχ., κινδαψός Α 1. λέξη ή φράση χωρίς σημασία την οποία λέει κανείς όταν δεν είναι βέβαιος για μια άλλη λέξη, όπως λ.χ. «πώς τό λένε» αρχ. 1. τετράχορδο μουσικό όργανο 2. οικέτης ή όνομα οικέτη 3. είδος φυτού που μοιάζει με… …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψοῖο — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψοί — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψοῦ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψούς — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψῷ — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκινδαψόν — σκινδαψός a four stringed musical instrument masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινδαψός — κινδαψός, ὁ (Α) 1. (λ. που χρησιμοποιούσε ο ομιλητής όταν δεν μπορούσε να βρει την κατάλληλη έκφραση) πες το..., «πώς τό λένε...», σκινδαψός* 2. (κατά τον Ησύχ.) «κινδαψοί ὄρνεα και ὄργανα κιθαριστήρια, καὶ Ἰνδοί». 3. τετράχορδο μουσικό όργανο 4 …   Dictionary of Greek

  • σκινδαψίζομαι — Α [σκινδαψός] μιλώ μεταχειροζόμενος σκινδαψούς, δηλαδή λέξεις χωρίς σημασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”